νετάρω

νετάρω
1. φέρω εις πέρας, τελειώνω
2. εξαντλώ κάτι («τά νετάραμε τα τρόφιμα»)
3. εξαντλούμαι, αποκάμνω
4. τακτοποιώ εκκρεμείς λογαριασμούς που έχω με κάποιον, εξοφλώ
5. κάνω ευκρινή την εικόνα ή το είδωλο, σε φωτογραφική ή κινηματογραφική μηχανή καθώς και σε διάφορα οπτικά όργανα, λ.χ. μικροσκόπιο ή τηλεσκόπιο, με κατάλληλη ρύθμιση τών αποστάσεων μεταξύ τών φακών τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. nettare < netto (βλ. λ. νέτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νετάρω — νετάρω, νέταρα και νετάρισα, νεταρισμένος βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νετάρω — (λ. ιταλ.), νετάρισα και νέταρα 1. μτβ., τελειώνω κάποιο έργο. 2. εξαντλώ κάτι ολότελα. 3. αμτβ., μένω απένταρος, διαθέτω ή χάνω όλα τα χρήματά μου: Εγώ νετάρισα και αποχωρώ από το παιχνίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νετάρισμα — το [νετάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού νετάρω …   Dictionary of Greek

  • ευτρεπίζω — (ΑΜ εὐτρεπίζω) [ευτρεπής] 1. παρασκευάζω, ετοιμάζω, τακτοποιώ, συγυρίζω 2. παθ. ευτρεπίζομαι είμαι έτοιμος, παρασκευάζομαι νεοελλ. 1. μέσ. ευτρεπίζομαι καλλωπίζομαι 2. φρ. α) ναυτ. «ευτρεπίζω την άγκυρα» απαλλάσσω την άγκυρα από τις περιπλοκές… …   Dictionary of Greek

  • μπαζάρισμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπαζάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαζάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. νετάρω: νετάρισμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”