- νετάρω
- 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω2. εξαντλώ κάτι («τά νετάραμε τα τρόφιμα»)3. εξαντλούμαι, αποκάμνω4. τακτοποιώ εκκρεμείς λογαριασμούς που έχω με κάποιον, εξοφλώ5. κάνω ευκρινή την εικόνα ή το είδωλο, σε φωτογραφική ή κινηματογραφική μηχανή καθώς και σε διάφορα οπτικά όργανα, λ.χ. μικροσκόπιο ή τηλεσκόπιο, με κατάλληλη ρύθμιση τών αποστάσεων μεταξύ τών φακών τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. nettare < netto (βλ. λ. νέτος].
Dictionary of Greek. 2013.